- παιδοφάγος
- παιδοφάγος1 child devouring ἰχθὺν παιδοφάγον (ἐπὶ τοῦ κήτους Σ T Hom. Φ 22) fr. 306.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παιδοφάγος — παιδοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει παιδιά («παιδοφάγος ἰχθύς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
παιδοφάγον — παιδοφάγος child devouring masc/fem acc sg παιδοφάγος child devouring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
κουροβόρος — κουροβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, θυμο βόρος] … Dictionary of Greek
παιδοφαγία — παιδοφαγία, ἡ (Α) [παιδοφάγος] το να τρώγει κάποιος παιδιά … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek